- στημένος
- -η, -ο, Νβλ. στήνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στήνω — και στένω και σταίνω Ν 1. βάζω κάτι όρθιο, τοποθετώ κάτι με τρόπο ώστε να στέκεται όρθιο («στήνω το κοντάρι τής σημαίας») 2. εγκαθιστώ, ανεγείρω («οι σεισμόπληκτοι έστησαν καλύβες») 3. ιδρύω («μαζεύτηκαν οι τρεις τους και έστησαν μια εταιρεία») 4 … Dictionary of Greek
Δελφοί — Ορεινή κωμόπολη (υψόμ. 580 μ., 2.373 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παρνασσίδος του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στις νότιες πλαγιές του Παρνασσού, 21 χλμ. ΝΑ της Άμφισσας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Ο σημερινός οικισμός διαδέχτηκε τον παλαιότερο… … Dictionary of Greek
Στάγειρα — Αρχαία πόλη στην ανατολική ακτή της Χαλκιδικής, στην κοινοτική περιοχή της Ολυμπιάδας, γνωστή κυρίως ως πατρίδα του Αριστοτέλη. Σε αρχαίες πηγές (Ηρόδοτος, Θουκυδίδης) αναφέρεται και ως (η) Στάγιρος. Το σημερινό χωριό Στάγιρα (άλλοτε Δογαντζή ή… … Dictionary of Greek
αρκύστατος — ἀρκύστατος, η, ον (Α) 1. ο στημένος σαν δίχτυ 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τἀ ἀρκύστατα. χώρος κλεισμένος με δίχτυα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρκυς + στατος < ίστημι] … Dictionary of Greek
ενίστημι — (AM ἐνίστημι) [ίστημι] 1. (μτχ. παρακμ.) ενεστώς, ώσα. ώς ο παρών, ο τρέχων, ο διανυόμενος 2. (μτχ. παρακμ. ως ουσ.) γραμμ. ενεστώς* νεοελλ. μέσ. 1. ενίσταμαι υποβάλλω ένσταση, εναντιώνομαι, αντιτίθεμαι, αντιτάσσομαι 2. (δικαν. όρος) «ενίσταμαι… … Dictionary of Greek
κούρος — Μαρμάρινο αναθηματικό ή επιτύμβιο άγαλμα της μνημειακής ελληνικής αρχαϊκής πλαστικής, που απεικονίζει νέους σε όρθιο γυμνό. Ο εικαστικός τύπος του κ., εμπνευσμένος από αιγυπτιακά πρότυπα, εμφανίζεται όρθιος, μετωπικός, με φαρδείς ώμους, λεπτή… … Dictionary of Greek
προτυμβίδιος — ία, ον, Α αυτός που είναι στημένος ή που βρίσκεται μπροστά από τύμβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + τύμβος + κατάλ. ίδιος (πρβλ. ἐπι τυμβ ίδιος)] … Dictionary of Greek
σικέ — ο, η, το, Ν (άκλ. επίθ.) (ξεν. λ.) αυτός που το αποτέλεσμά του έχει προσυμφωνηθεί και προκαθοριστεί με μυστικές και παρασκηνιακές ενέργειες, προκαθορισμένος, στημένος («αγώνας σικέ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. chique «προσποίηση» < chic (πρβλ. σικ)] … Dictionary of Greek
σκηνοπαγής — ές, Α αυτός που είναι στημένος, κατασκευασμένος σαν σκηνή («νέκταρος ἐμπλήσαις σκηνοπαγεῑς θαλάμας», Απολλωνίδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + πᾱγής (< πήγνυμι*), πρβλ. γομφο παγής] … Dictionary of Greek
Δρόσης, Λεωνίδας — (Αθήνα 1836 – Νάπολη, Ιταλία 1884). Γλύπτης. Υπήρξε o κυριότερος εκπρόσωπος της νεοκλασικής γλυπτικής στην Αθήνα. Ήταν γιος του Βαυαρού στρατιωτικού μουσικού φον Ντορς και Ελληνίδας από τη σπετσιώτικη οικογένεια Μέξη. Εξελλήνισε το πατρικό του… … Dictionary of Greek